
Το Ωδείο όπως διακρίνεται από την οδό Μύρτιδος
❧
Η Μύρτις γεννήθηκε γύρω στα 520 με 516 π.Χ. και καταγόταν από την Ανθηδόνα τής Βοιωτίας, το επίνειο της Θήβας στον Ευβοϊκό κόλπο. Αναφέρεται ως δασκάλα του Πινδάρου και της Κόριννας. Ακόμα κι αν αυτό δεν ευσταθεί, είναι πιθανότατα η αρχαιότερη των λυρικών ποιητών από τη Βοιωτία.
Ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) χαρακτηρίζει γλυκύ τον ήχο της: «ἰδὲ γλυκυαχέα Μύρτιν, πάσας ἀενάων ἐργάτιδας σελίδων», δηλ. να και η Μύρτις που ηχεί γλυκά, όλες [οι προαναφερθείσες ποιήτριες] εργάτριες αέναων σελίδων.
Ο φιλόσοφος Τατιανός (2ος αι. μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι χάλκινο άγαλμά της είχε φτειάξει ο γλύπτης Βοΐσκος.
❧
Ένα από τα ποιήματά της περιγράφει τον τραγικό έρωτα της Όχνης για τον αγνό νέο Εύνοστο, ο οποίος δολοφονήθηκε λόγω δικής της παγίδας, επειδή δεν ανταποκρίθηκε. Αυτό είναι και το μόνο ποίημα της Μύρτιδος που διασώθηκε, σε πεζή απόδοση από τον Πλούταρχο:
Αἴτια ἑλληνικά | 40
«Ἐλιέως τοῦ Κηφισοῦ καὶ Σκιάδος Εὔνοστος ἦν υἱός, ᾧ φασιν ὑπὸ νύμφης Εὐνόστας ἐκτραφέντι τοῦτο γενέσθαι τοὔνομα. Καλὸς δ’ ὢν καὶ δίκαιος οὐχ ἧττον ἦν σώφρων καὶ αὐστηρός· ἐρασθῆναι δ’ αὐτοῦ λέγουσιν Ὄχναν, μίαν τῶν Κολωνοῦ θυγατέρων, ἀνεψιὰν οὖσαν. Ἐπεὶ δὲ πειρῶσαν ὁ Εὔνοστος ἀπετρέψατο καὶ λοιδορήσας ἀπῆλθεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς κατηγορήσων, ἔφθασεν ἡ παρθένος τοῦτο πράξασα κατ’ ἐκείνου καὶ παρώξυνε τοὺς ἀδελφοὺς Ἔχεμον καὶ Λέοντα καὶ Βουκόλον ἀποκτεῖναι τὸν Εὔνοστον, ὡς πρὸς βίαν αὐτῇ συγγεγενημένον. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐνεδρεύσαντες ἀπέκτειναν τὸν νεανίσκον. Ὁ δ’ Ἐλιεὺς ἐκείνους ἔδησεν· ἡ δ’ Ὄχνη μεταμελομένη καὶ γέμουσα ταραχῆς, ἅμα μὲν αὑτὴν ἀπαλλάξαι θέλουσα τῆς διὰ τὸν ἔρωτα λύπης, ἅμα δ’ οἰκτείρουσα τοὺς ἀδελφοὺς ἐξήγγειλε πρὸς τὸν Ἐλιέα πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ἐκεῖνος δὲ Κολωνῷ. Κολωνοῦ δὲ δικάσαντος οἱ μὲν ἀδελφοὶ τῆς Ὄχνης ἔφυγον, αὐτὴ δὲ κατεκρήμνισεν ἑαυτήν, ὡς Μυρτὶς ἡ Ἀνθηδονία ποιήτρια μελῶν ἱστόρηκε.
Τοῦ δ’ Εὐνόστου τὸ ἡρῷον καὶ τὸ ἄλσος οὕτως ἀνέμβατον ἐτηρεῖτο καὶ ἀπροσπέλαστον γυναιξίν, ὥστε πολλάκις σεισμῶν ἢ αὐχμῶν ἢ διοσημιῶν ἄλλων γενομένων ἀναζητεῖν καὶ πολυπραγμονεῖν ἐπιμελῶς τοὺς Ταναγραίους, μὴ λέληθε γυνὴ τῷ τόπῳ πλησιάσασα, καὶ λέγειν ἐνίους, ὧν ὁ Κλείδαμος ἦν, ἀνὴρ ἐπιφανής, ἀπηντηκέναι αὐτοῖς τὸν Εὔνοστον ἐπὶ θάλατταν βαδίζοντα λουσόμενον, ὡς γυναικὸς ἐμβεβηκυίας εἰς τὸ τέμενος. Ἀναφέρει δὲ καὶ Διοκλῆς ἐν τῷ περὶ ἡρῴων συντάγματι δόγμα Ταναγραίων, περὶ ὧν ὁ Κλείδαμος ἀπήγγειλεν».
«Ἐλιέως τοῦ Κηφισοῦ καὶ Σκιάδος Εὔνοστος ἦν υἱός, ᾧ φασιν ὑπὸ νύμφης Εὐνόστας ἐκτραφέντι τοῦτο γενέσθαι τοὔνομα. Καλὸς δ’ ὢν καὶ δίκαιος οὐχ ἧττον ἦν σώφρων καὶ αὐστηρός· ἐρασθῆναι δ’ αὐτοῦ λέγουσιν Ὄχναν, μίαν τῶν Κολωνοῦ θυγατέρων, ἀνεψιὰν οὖσαν. Ἐπεὶ δὲ πειρῶσαν ὁ Εὔνοστος ἀπετρέψατο καὶ λοιδορήσας ἀπῆλθεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς κατηγορήσων, ἔφθασεν ἡ παρθένος τοῦτο πράξασα κατ’ ἐκείνου καὶ παρώξυνε τοὺς ἀδελφοὺς Ἔχεμον καὶ Λέοντα καὶ Βουκόλον ἀποκτεῖναι τὸν Εὔνοστον, ὡς πρὸς βίαν αὐτῇ συγγεγενημένον. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐνεδρεύσαντες ἀπέκτειναν τὸν νεανίσκον. Ὁ δ’ Ἐλιεὺς ἐκείνους ἔδησεν· ἡ δ’ Ὄχνη μεταμελομένη καὶ γέμουσα ταραχῆς, ἅμα μὲν αὑτὴν ἀπαλλάξαι θέλουσα τῆς διὰ τὸν ἔρωτα λύπης, ἅμα δ’ οἰκτείρουσα τοὺς ἀδελφοὺς ἐξήγγειλε πρὸς τὸν Ἐλιέα πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ἐκεῖνος δὲ Κολωνῷ. Κολωνοῦ δὲ δικάσαντος οἱ μὲν ἀδελφοὶ τῆς Ὄχνης ἔφυγον, αὐτὴ δὲ κατεκρήμνισεν ἑαυτήν, ὡς Μυρτὶς ἡ Ἀνθηδονία ποιήτρια μελῶν ἱστόρηκε.
Τοῦ δ’ Εὐνόστου τὸ ἡρῷον καὶ τὸ ἄλσος οὕτως ἀνέμβατον ἐτηρεῖτο καὶ ἀπροσπέλαστον γυναιξίν, ὥστε πολλάκις σεισμῶν ἢ αὐχμῶν ἢ διοσημιῶν ἄλλων γενομένων ἀναζητεῖν καὶ πολυπραγμονεῖν ἐπιμελῶς τοὺς Ταναγραίους, μὴ λέληθε γυνὴ τῷ τόπῳ πλησιάσασα, καὶ λέγειν ἐνίους, ὧν ὁ Κλείδαμος ἦν, ἀνὴρ ἐπιφανής, ἀπηντηκέναι αὐτοῖς τὸν Εὔνοστον ἐπὶ θάλατταν βαδίζοντα λουσόμενον, ὡς γυναικὸς ἐμβεβηκυίας εἰς τὸ τέμενος. Ἀναφέρει δὲ καὶ Διοκλῆς ἐν τῷ περὶ ἡρῴων συντάγματι δόγμα Ταναγραίων, περὶ ὧν ὁ Κλείδαμος ἀπήγγειλεν».
Το ηρώο και το άλσος του Ευνόστου οι Ταναγραίοι το φύλαγαν άβατο και απροσπέλαστο για τις γυναίκες σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλές φορές, όταν συνέβαινε κάποιος σεισμός, ξηρασία ή θεομηνία, να ερευνούν και να εξετάζουν επιμελώς μην τυχόν κάποια γυναίκα εν αγνοία της πλησίασε το σημείο. Λέγεται ότι ορισμένοι, ανάμεσά τους και ο Κλείδαμος, άνδρας επιφανής, συνάντησαν τον Εύνοστο να βαδίζει προς τη θάλασσα για να λουστεί, επειδή κάποια γυναίκα είχε εισέλθει στο τέμενος. Αυτά τα αναφέρει και ο Διοκλής, στην πραγματεία του «Περί ηρώων», όπου παραθέτει μια απόφαση των Ταναγραίων για όσα ανακοίνωσε ο Κλείδαμος.)
❧
Από αυτή την περιγραφή του ποιήματος της Μύρτιδος, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε εάν η ποιήτρια έβλεπε με συμπάθεια την Όχνη. Στην περίπτωση που το ποίημα είναι αντιπροσωπευτικό του συνολικού έργου της, τότε αυτό σημαίνει ότι η Μύρτις εμπνεόταν κυρίως από τους μύθους της Βοιωτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου