Ενώ αρχικά ο κύριος σκοπός του βιβλίου της Ελένης Σαραντίτη (1980) και της τηλεοπτικής σειράς (1981) φαίνεται να είναι η προσπάθεια να αγαπήσουν τα παιδιά την αρχαία ελληνική κληρονοµιά, σε δεύτερο επίπεδο έχει πολλά µηνύµατα για τη διαφορετικότητα.
Ο Αρτέµης µιλάει σε µία δική του γλώσσα µε ένα κοριτσάκι από τη Γερµανία, την Ούτε. Συνεννοούνται, ενώ αυτός δεν ξέρει γερµανικά και το κοριτσάκι δεν ξέρει ελληνικά.
Σε ένα άλλο σηµείο, τα παιδιά περιγράφουν πόσο αγαπούν τους Τσιγγάνους παρόλο που οι γονείς τους φωνάζουν και δεν τους αφήνουν να κάνουν παρέα µαζί τους. Τα παιδιά όµως δεν τους ακούν. Στενοχωρήθηκαν μάλιστα όταν πέρσι µία νεαρή Τσιγγάνα έπεσε από το άλογό της και χτύπησε.
«...να μην πηγαίνουμε όταν έχουνε γλέντια, να μη ζυγώνουμε ούτε έξω από τις σκηνές τους. Αυτά θα λένε πάλι οι μανάδες μας. Κι άλλα ακόμη. Και θα μας φωνάζουνε. Το ξέρω. Τα θυμάμαι όλα από πέρσι κι από τις περασμένες χρονιές.
Αλλά εμείς λέμε: Δεν πά’ να φωνάζουνε... Καλοκαίρι είναι. Κι έχουμε και τους Τσιγγάνους κοντά μας και να μην πηγαίνουμε;
Αστείο πράγμα. Θα πηγαίνουμε. Γιατί οι Τσιγγάνοι είναι— πώς να το πω; Είναι σα γιορτινοί άνθρωποι. Καλοί άνθρωποι. Ωραίοι. Θυμάμαι τους περσινούς. Τριανταπέντε μέρες καθήσανε. Τόσο. Εμείς όμως είχαμε προλάβει και τους γνωρίσαμε καλά-καλά και τους αγαπήσαμε. Και γίναμε φίλοι...»
«Την άλλη μέρα οι Τσιγγάνοι μαζέψανε τα πράγματα τους, λύσανε τις σκηνές τους και φύγανε. Κρατούσανε τη Μαρίλω στα χέρια. Η Μαρίλω δεν μπορούσε να περπατήσει. Την πηγαίνανε σε μεγάλη πόλη με γιατρούς και νοσοκομεία. Εμείς τους πήγαμε μέχρι τη δημοσιά. Όλα τα παιδιά μαζί τούς ξεπροβοδίσαμε. Η Μαρίλω μάς γέλαγε. Γλυκά-γλυκά. Κι έλεγε πως δεν πονάει. Πονούσε όμως. Τι να ’γινε, αλήθεια η Μαρίλω... Να περπατάει τώρα πια; Εγώ λέω ναι. Γιατί είναι δυνατή και νέα. Γι’ αυτό. Το ξέρετε που η Μαρίλω μου έχει μάθει να ξεχωρίζω στο χέρι τη γραμμή της ζωής και τη γραμμή της αγάπης;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου