Τη μέρα—
πρωί, απόγευμα
Τη νύχτα—
βράδυ, μεσάνυχτα, μετά τα μεσάνυχτα
Κάθε κλαγγή με έκανε να ανατριχιάζω
Μου θύμιζε τα δεσμά,
σαν να 'ρχονταν οι φύλακες να με πάρουν,
να με ρίξουν σε ένα μπουντρούμι
όπου ακόμη κι ο ίδιος ο τρόμος τρομάζει.
Κάθε κλαγγή…
Μα, κλαγγή;
Τι σήμαινε άραγε
αυτή η κλαγγή;
Πετρωμένος, κοίταξα
μες απ' το παραθυράκι (μια τρύπα στον τοίχο) :
Λίγο χορτάρι… πέταλα!
Ένα άλογο βοσκούσε εκεί
σαν κάποτε
σαν σε όνειρο.
Το λαμπερό του σώμα
όπως η αυγή πλυμένο με βροχή και φεγγάρι.
Ποια καλή τύχη σε έφερε εδώ;
Ο Πήγασος δεν είσαι;!
Κι εγώ είχα όνειρα καταπράσινα,
φρέσκα σαν χλόη.
Κάποια ποδοπατήθηκαν·
άλλα τα κράτησα.
Άσε με να σου ρίξω λίγα απ' αυτά—
φάε!
Με ξεραμένα χείλη,
σιγοψιθύρισα,
όπως θα είχαν ψιθυρίσει δυο ερωτευμένοι:
— Ω, άλογο… άλογο!
Σήκωσε το κεφάλι του,
κοιταχτήκαμε κατάματα.
Δεν με είχα δει στον καθρέφτη για αρκετό καιρό,
Είχα σχεδόν ξεχάσει πώς ήταν το πρόσωπό μου.
Αντίκρυσα τον εαυτό μου στα μάτια του αλόγου,
τόσο ανθρώπινα μάτια!
Λαμπύριζαν σαν να πονούσαν.
Εγώ ήμουν κουρεμένος γουλί,
βρώμικος και με γένεια…
Απομακρύνθηκα,
να μην το τρομάζω με την αγριωπή μορφή μου.
Βισάρ Ζίτι (1952- )
Αλβανία, Δεκέμβρης 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου