Μὲ παίρνουν κάθε τόσο καὶ μὲ γυρίζουν τὰ τρένα,
σὰν ἕναν ἐξόριστο ποὺ δὲν ξέρουν ποῦ νὰ τὸν ἀφήσουν,
σὰν ἕναν κρατούμενο ποὺ δὲν ἐμπιστεύονται σὲ καμιὰ φυλακή
— ἕναν κρατούμενο ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ λάθος του
ἐκτὸς ἂν ἡ λύπη γιὰ τὴ ζωὴ εἶναι φόνος,
ἐκτὸς ἂν ἡ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ ἔχει χάσει τὴ λογική της.
Ἀνοίγουν τὶς γραμμὲς οἱ σηματοδότες,
τὰ τρένα περνᾶνε τὰ σύνορα πρὸς τὰ κεῖ,
τὰ σύνορα πρὸς τὰ δῶ κι ἐγὼ βρίσκομαι στὸ παράθυρο
ταξιδεύοντας πάντοτε. Ἐξετάζουν οἱ ἐλεγκτὲς τὰ χαρτιά μου
κοιτάζοντας, προσεχτικά, τὸ βαθιὰ
ρυτιδωμένο μου πρόσωπο, τὸ γιομάτο
ὑπογραφὲς καὶ σφραγίδες: «περᾶστε...»
Καὶ συνεχίζω, ὡσότου, δὲν ξέρω ποῦ, πότε καὶ πῶς
θὰ μοῦ ἀφαιρέσει ὁ μεγάλος σταθμάρχης τὸ διαβατήριο.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
(1912-1991)
Από τη συγκεντρωτική συλλογή ἡ ἐκλογή μου, Ποιήματα 1933-1991
σελ. 235
Εκδόσεις Ποταμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου